-
1 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
2 барабан
1. маш. το τύμπαν/ο, ο κύλινδροςгрузовой - см. грузоподъёмный -зубчатый - кфт. οδοντωτό -сепарационный (тепл.) - διαχωρισμούтормозной - πέδης/φρένουцепной - αλύσεως, το έλικτρο της αλύσεωςчешуеочисти-тельный - с.-х. ο απολεπιστής, ο καθαριστήραςшвартовный мор. - πρόσδεσης- шпиля мор. - του εργάτη το έλικτρο του εργάτη2. арх. το τύμπανο, το στήριγμα τρούλου (κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης), πάνω στο οποίο στηρίζεται ο θόλος 3. муз. το τύμπανο, το ταμπούρλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барабан